- περιπαιχτικός
- -ή, -ό, Νβλ. περιπαικτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπαιχτικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά ο ειρωνικός, ο χλευαστικός, ο κοροϊδευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίπαιγμα — το, Ν [περιπαίζω] 1. το να περιπαίζει κανείς κάποιον ή κάτι 2. περιπαιχτικός λόγος ή ενέργεια … Dictionary of Greek
περιπαικτικός — και περιπαιχτικός ή, ό, Ν 1. (για λόγο ή πράξη) αυτός που γίνεται με σκοπό να περιπαίξει κάποιον 2. (για πρόσ.) εκείνος που συνηθίζει να περιπαίζει, να κοροϊδεύει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπαίζω. Η λ. περιπαικτικός μαρτυρείται από το 1897… … Dictionary of Greek